ἄτοκος

ἄτοκος
ἄτοκος
having never yet brought forth
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • άτοκος — Μικρό ακατοίκητο νησάκι (υψόμ. 140 μ.) του νομού Κεφαλληνίας. Βρίσκεται ΒΑ της Ιθάκης. Υπάγεται διοικτικά στον δήμο Ιθάκης. * * * η, ο (AM ἄτοκος, ον) [τόκος] Ι. 1. ανίκανος για τεκνοποίηση, στείρος 2. αυτός που δεν έχει τεκνοποιήσει ακόμη 3.… …   Dictionary of Greek

  • άτοκος — η, ο επίρρ. α αυτός που δε φέρνει τόκο: Η αγροτική τράπεζα δίνει στους αγρότες και άτοκα δάνεια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἄτοκον — ἄτοκος having never yet brought forth masc/fem acc sg ἄτοκος having never yet brought forth neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτόκοις — ἄτοκος having never yet brought forth masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτόκοισι — ἄτοκος having never yet brought forth masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτόκοισιν — ἄτοκος having never yet brought forth masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτόκου — ἄτοκος having never yet brought forth masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτόκους — ἄτοκος having never yet brought forth masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτόκων — ἄτοκος having never yet brought forth masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτόκῳ — ἄτοκος having never yet brought forth masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”